- γράπωμα
- τοη ξαφνική και βίαιη σύλληψη, το άρπαγμα: Μέσα στο σκοτάδι ένιωσα ένα γράπωμα στο πόδι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γράπωμα — το [γραπώνω] άρπαγμα, απότομη σύλληψη … Dictionary of Greek
αδραξιά — και δραξιά, η [αδράχνω] 1. βίαιο πιάσιμο, άρπαγμα, γράπωμα 2. η ποσότητα που μπορεί να χωρέσει στη χούφτα, η χουφτιά … Dictionary of Greek
γραπωσιά — η [γραπώνω] το γράπωμα … Dictionary of Greek
δράξιμο — το (Μ δράξιμον) γράπωμα, αρπαγή … Dictionary of Greek
γάντζωμα — το 1. το κρέμασμα από γάντζο. 2. μτφ., το άρπαγμα, το γράπωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσάκωμα — το, ατος 1. σύλληψη, πιάσιμο, γράπωμα: Το τσάκωμα του κλέφτη έγινε απ τους διαβάτες. 2. μτφ., φιλονικία, καβγάς, μάλωμα: Όλο τσακώματα είναι μεταξύ τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)